- δεκατόσπορος
- δεκᾰτόσπορος, ον,A in the tenth generation, Epigr. ap. Str.10.3.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεκατόσπορος — δεκατόσπορος, ον (Α) αυτός που ανήκει στη δέκατη γενιά, ο δέκατος απόγονος … Dictionary of Greek
δεκατόσπορος — in the tenth generation masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)